συνδεσμολογία

συνδεσμολογία
ἦ, Ν
1. ανατ. ιατρικός τομέας με αντικείμενο την έρευνα και σπουδή τών συνδέσμων, τών αρθρώσεων και τών παθήσεών τους
2. (ηλεκτρολ.-ηλεκτρον.) α) τρόπος σύνδεσης τών μερών μιας ηλεκτρικής-ηλεκτρονικής συσκευής ή τών συστατικών ενός ηλεκτρικού κυκλώματος έτσι ώστε τα μέρη να συγκροτήσουν ενιαίο σύνολο
β) (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών παραπάνω συνδέσεων
3. φρ. α) «συνδεσμολογία εν παραλλήλῳ» ή «παράλληλη συνδεσμολογία»
(ηλεκτρολ.-ηλεκτρον.) τρόπος σύνδεσης τών συστατικών ενός ηλεκτρικού κυκλώματος κατά τον οποίο η αρχή κάθε συστατικού να συνδέεται με τον θετικό πόλο τής ηλεκτρικής πηγής και το τέλος του με τον αρνητικό πόλο τής πηγής, σύνδεσης κατά την οποία η τάση στα άκρα τού κυκλώματος είναι πάντοτε η ίδια, ενώ τα ρεύματα που διαρρέουν τους κλάδους του είναι συνήθως διαφορετικά
β) «συνδεσμολογία εν σειρᾴ»
(ηλεκτρολ.-ηλεκτρον.) τρόπος σύνδεσης τών συστατικών ενός κυκλώματος έτσι ώστε το πέρας τού ενός συστατικού να είναι αρχή τού επόμενου και αρχή τού κυκλώματος να είναι η αρχή τού πρώτου συστατικού ενώ πέρας του το πέρας τού τελευταίου, σύνδεσης κατά την οποία το ηλεκτρικό ρεύμα διαρρέει διαδοχικά όλα τα συστατικά τού κυκλώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδεσμος + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίμιτος — η, ο (Μ δίμιτος, ον) 1. (για ύφασμα) αυτό που υφαίνεται με δύο μίτους, κλωστές 2. φρ. «δίμιτη περιέλιξη», «δίμιτη συνδεσμολογία» διάταξη με δύο μεμονωμένα, παράλληλα σύρματα που διαρρέονται από διαφορετικό ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μίτος… …   Dictionary of Greek

  • δύνατρον — το συνδεσμολογία ηλεκτρονικής λυχνίας στην οποία η λυχνία παρουσιάζει αρνητική αντίσταση και συμβάλλει έτσι στη δημιουργία ηλεκτρικών ταλαντώσεων …   Dictionary of Greek

  • σύνδεση — η / σύνδεσις, έσεως, ΝΜΑ [συνδέω] η ενέργεια τού συνδέω, ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση νεοελλ. 1. συγκράτηση, συνοχή 2. βιολ. η αλληλεξάρτηση τών γονιδίων που προκύπτει από την κατανομή και τη θέση τους πάνω στα χρωματοσώματα και η …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμα (ηλεκτρικό) — Σύνολο ενεργών (προσφέρουν ενέργεια) και παθητικών (καταναλώνουν ή αποθηκεύουν ενέργεια) στοιχείων, κατάλληλα συνδεδεμένων με αγωγούς, ικανό να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα για την επιτέλεση ορισμένων σκοπών. Ενεργά στοιχεία ενός κ. είναι οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”